- ασέβεια
- η1) нечестивость; 2) непочтительность, непочтение, неуважение; неучтивость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσεβεία — ἀσεβείᾱ , ἀσέβεια ungodliness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβείᾳ — ἀσεβείᾱͅ , ἀσέβεια ungodliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβεια — ungodliness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασέβεια — η (AM ἀσέβεια) [ασεβής] η έλλειψη σεβασμού προς τα θεία ή προς κάτι που θεωρείται αξιοσέβαστο … Dictionary of Greek
ασέβεια — η έλλειψη σεβασμού, περιφρόνηση: Δείχνει ασέβεια στους δασκάλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσεβείας — ἀσεβείᾱς , ἀσέβεια ungodliness fem acc pl ἀσεβείᾱς , ἀσέβεια ungodliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβείαι — ἀσεβείᾱͅ , ἀσέβεια ungodliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβειῶν — ἀσέβεια ungodliness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβείαις — ἀσέβεια ungodliness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβειαι — ἀσέβεια ungodliness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβειαν — ἀσέβεια ungodliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)